καταινώ

καταινώ
καταινῶ, -έω (Α)
1. συμφωνώ, επιδοκιμάζω
2. συμφωνώ με κάποιον όρο
3. αποδέχομαι, υπόσχομαι, ομολογώ
4. υπόσχομαι
5. αρραβωνιάζω θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αἰνῶ «συγκατατίθεμαι» (< αἶνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταινῶ — καταινέω agree to pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταινέω agree to pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταινέω agree to pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταινέω agree to pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταίνεσις — καταίνεσις, ἡ (Α) [καταινώ] 1. υπόσχεση 2. συγκατάθεση …   Dictionary of Greek

  • συγκαταινώ — έω, Α 1. συμφωνώ, συγκατανεύω («ἤν τὰ τῶν θεῶν ἡμῑν θᾱττον συγκαταινῇ, ἐξίωμεν ὥς τάχιστα», Ξεν.) 2. επικυρώνω, εγκρίνω («εἰπεῑν ὅτι καὶ βούλεται καὶ συγκαταινεῑ», Πλούτ.) 3. παρέχω, χορηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταινῶ «συμφωνώ, αποδέχομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”